ἐκκρινομένων

ἐκκρινομένων
ἐκκρῑνομένων , ἐκκρίνω
single out
pres part mp fem gen pl
ἐκκρῑνομένων , ἐκκρίνω
single out
pres part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τοξικολοίμωξη — η, Ν ιατρ. μορφή λοίμωξης κατά την οποία οι παθογόνοι μικροοργανισμοί δρουν κυρίως μέσω τών εκκρινόμενων από αυτούς τοξινών …   Dictionary of Greek

  • βαζοπρεσίνη — Διεθνής ονομασία της αντιδιουρητικής ορμόνης, που εκκρίνεται από τον οπίσθιο λοβό της υπόφυσης. Η ορμόνη αυτή προκαλεί σύσπαση των περιφερειακών αγγείων, με αποτέλεσμα την αύξηση της πίεσης του αίματος και ελαττώνει το ποσό των εκκρινόμενων ούρων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”